νοσηροῦ

νοσηροῦ
νοσηρός
diseased
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αλεξητήριος — ἀλεξητήριος, ία, ον (Α) [ἀλεξητήρ] 1. ο ικανός να αποκρούει, να υπερασπίζει ή να βοηθά (ειδικότερα ως επίθετο θεών) 2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) τὸ ἀλεξητήριον α) φάρμακο για πρόληψη ή καταπολέμηση νοσηρού συμπτώματος, αντίδοτο δηλητηριάσεων β) …   Dictionary of Greek

  • νεύρωση — I (Βοτ.). Η διάταξη των νεύρων ή φλεβών του φύλλου. Στη ν. παρατηρείται το διάμεσο νεύρο και οι διακλαδώσεις του ή φλέβες. Τα φύλλα ως προς τη ν. διακρίνονται σε παραλληλόνευρα, όταν τα νεύρα βαίνουν παράλληλα, όπως στα περισσότερα… …   Dictionary of Greek

  • νοσηρότητα — η (Α νοσηρότης) [νοσηρός] η ιδιότητα τού νοσηρού, οργανική, ψυχική ή ηθική κατάσταση που τήν χαρακτηρίζει έλλειψη υγείας νεοελλ. 1. η συχνότητα νόσησης ενός πληθυσμού μέσα σε ορισμένο χρονικό διάστημα από το σύνολο τών νόσων ή από συγκεκριμένη… …   Dictionary of Greek

  • Λεσέψ, Φερντινάν Μαρί ντε- — (Ferdinand Marie de Lesseps, Βερσαλίες 1805 – Λα Σενέ 1894). Γάλλος διπλωμάτης και μηχανικός. Σε ηλικία 20 ετών μπήκε στη διπλωματική υπηρεσία, υπηρέτησε σε διάφορα προξενεία (Αίγυπτος, Τυνησία, Ισπανία) και τελικά τοποθετήθηκε πρεσβευτής στη… …   Dictionary of Greek

  • Ναμπόκοφ, Βλαντιμίρ Βλαντιμίροβιτς — (Vladimir Vladimirovich Nabokov, Αγία Πετρούπολη 1899 – Σουηδία 1977). Ρώσος συγγραφέας με αμερικανική ιθαγένεια. Γιος γνωστού φιλελεύθερου πολιτικού, εγκατέλειψε τη Ρωσία εξαιτίας της Επανάστασης και έζησε στο Βερολίνο, στο Παρίσι και κατόπιν… …   Dictionary of Greek

  • Παράσχος — Επώνυμο 2 Ελλήνων ποιητών. 1. Αχιλλεύς. (Ναύπλιο 1838 – Αθήνα 1895). O πατέρας του είχε καταφύγει στο Ναύπλιο εγκαταλείποντας τη Χίο, μετά την καταστροφή του νησιού (1822)· αργότερα εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην Αθήνα. Nέος, ανήκε στη χρυσή… …   Dictionary of Greek

  • επιπλοκή — η 1. περιπλοκή, εμπλοκή, μπέρδεμα. 2. μτφ., η επαύξηση των δυσχερειών εξαιτίας νέων δυσκολιών, η επιδείνωση. 3. (ιατρ.), η εμφάνιση πρόσθετου νοσηρού συμπτώματος, η περιπλοκή, η επιδείνωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νοσηρότητα — η η ιδιότητα, η κατάσταση του νοσηρού: Νοσηρότητα κλίματος. – Nοσηρότητα περιβάλλοντος κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”